- ἐσέβαλον
- εἰσβάλλωthrow intoaor ind act 3rd plεἰσβάλλωthrow intoaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισβάλλω — (AM εἰσβάλλω, Α και ἐσβάλλω) εισέρχομαι ως εχθρός σε μια χώρα («Πελοποννήσιοι... ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν») νεοελλ. εισέρχομαι ορμητικά («εισέβαλε στο δωμάτιό μου») αρχ. μσν. 1. εισέρχομαι, μπαίνω 2. αρχίζω αρχ. 1. ρίχνω μέσα, εισάγω 2. επιβιβάζω… … Dictionary of Greek
κομιδή — (I) κομιδή, ἡ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα («οὐ πρασιὴ ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον», Ομ. Οδ.) 2. τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός», Ομ. Οδ.) 3. τροφή 4. μεταφορά εφοδίων 5. συγκομιδή και αποθήκευση καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν… … Dictionary of Greek
πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… … Dictionary of Greek
τραχίνιος — και ιων. τ. τρηχίνιος, ία, ον, και τ. θηλ. ος και τραχινίς, ίδος, Α [Τραχίς, ῑνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Θεσσαλίας Τραχίς* ή αυτός που προέρχεται από αυτήν («Τραχινίαν... δεράδα», Σοφ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ… … Dictionary of Greek